-
1 σημαία
η прям., перен. знамя, флаг;υψώνω (υποστέλλω) τη σημαία — поднимать (спускать) флаг;
. υψώνω τη σημαία της πάλης — поднимать знамя борьбы;
υψώνω τη σημαία της ανταρσίας — поднимать бунт, мятеж;
καλούμαι υπό τάς σημαίας — быть призванным под знамёна, быть мобилизованным;
υπηρετώ υπό τάς σημαίας — быть солдатом;
τάσσομαι υπό την σημαίαν κόμματος — примыкать к партии; — вступать в ряды партии;
κάτω από τη σημαία ( — или υπό την σημαίαν) τού σοσιαλισμού — под знаменем социализма
См. также в других словарях:
σημαία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. Με τον τίτλο αυτό κυκλοφόρησαν εφημερίδες το 1871 (Αθήνα και Λευκάδα), 1875 (Ερμούπολη), 1880 (Αθήνα), 1882 (Χαλκίδα) 1885 (Βόλος), 1886 (Αθήνα), 1887 (Αθήνα) 1905 (Νέα Υόρκη), 1908 (Καβάλα), 1913 (Αθήνα, Καλαμάτα)… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος … Dictionary of Greek